- ἐξεφαίδρυνον
- ἐξεφαίδρῡνον , ἐκφαιδρύνωmake quite brightimperf ind act 3rd plἐξεφαίδρῡνον , ἐκφαιδρύνωmake quite brightimperf ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκφαιδρύνω — ἐκφαιδρύνω (Α) καθαρίζω εντελώς, σφουγγίζω καλά («σταγόνας δ ἐκ παρηίδων γλώσσῃ δράκοντες ἐξεφαίδρυνον χροός», Ευριπ.) … Dictionary of Greek